- μπαλτατζής
- και μπαλντατζής, ο1. άντρας που κόβει ξύλα με μπαλτά παίρνοντας αμοιβή, επαγγελματίας ξυλοκόπος2. (στους Τούρκους) α) σκαπανέας στρατιώτηςβ) φρουρός σουλτάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baltaci < balta «μπαλτάς»].
Dictionary of Greek. 2013.